φοβερόφθαλμος

φοβερόφθαλμος
-ον, Α αυτός τού οποίου τα μάτια προξενούν φόβο, φοβερόμματος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλ-όφθαλμος, μον-όφθαλμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”